-
1 περίπολος
A going the rounds, patrolling: hence, as Subst.,1 watchman, patrol, Epich.35.10, Plu.Num.16, Luc. VH2.6, etc.;π. τῶν βασιλείων Lib.Or.59.144
.2 pl., at Athens, patrol, in which ἔφηβοι (and also non-Athenians, cf. Lys.13.71 with Th.8.92) served, Ar.Av. 1177, Th.4.67, 8.92;τοὺς π. ἀπιέν' εἰς τὰ φρούρια Eup.341
: sg. in Aeschin.2.167.3 generally, attendant, follower, as fem., S.Ant. 1150 (lyr.).4 π. πάσης τῆς ὑφ' ἥλιον ' globe-trotter', Him.Or.14.25, cf. Lib.Ep. 168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπολος
-
2 περιπολος
Iὅ страж, воин пограничных частей, пограничник(οἱ περίπολοι набирались из афинских граждан, по достижении ими 18-летнего возраста) Thuc., Arph., Aeschin.
IIἥ (sc. γυνή) спутница Soph. -
3 περίπολος
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem nom sg -
4 περίπολος
περί-πολος, herumgehend, subst. der Gefährte; bes. um Runde zu machen, zu recognoscieren, Wache zu halten; daher hießen in Athen περίπολοι die jungen Bürger von 18-20 Jahren, welche die Landesgrenzen zu Pferde bewachen mußten, Grenzbereiter; ἡ περίπολος, sc. ναῦς, Wachtschiff -
5 περίπολον
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem acc sgπερίπολοςgoing the rounds: neut nom /voc /acc sg -
6 περιπόλοις
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem /neut dat pl -
7 περιπόλου
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem /neut gen sg -
8 περιπόλους
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem acc pl -
9 περιπόλων
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem /neut gen pl -
10 περίπολε
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem voc sg -
11 περίπολοι
περίπολοςgoing the rounds: masc /fem nom /voc pl -
12 περί-πολος
περί-πολος, herumgehend, subst. der Gefährte, Soph. Ant. 1136; bes. um Runde zu machen, zu recognosciren, Wache zu halten; daher hießen in Athen περίπολοι die jungen Bürger von 18-20 Jahren, welche die Landesgränzen zu Pferde bewachen mußten, Gränzbereiter, vgl. Ar. Av. 1177 u. Scholl. Thuc. 4, 67; ἡ περίπολος, sc. ναῦς, Wachtschiff, Sp.
-
13 εφηβος
дор. ἔφᾱβος ὅ1) эфеб, юноша, достигший возмужалости, подросток (с 16, в Афинах с 18 лет, между παῖς и νέος; достигнув этого возраста, он подвергался докимасии (см. δοκιμασία См. δοκιμασια), записывался как совершеннолетний и полноправный гражданин в ληξιαρχικόν своего дема и привлекался к περίπολος, т.е. к военной службе в пограничных отрядах, отбывая ее до 20-летнего возраста) Arst., Plut.εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσέρχεσθαι Xen. — вступить в число эфебов;
εἰς ἐφήβους ἐγγράφεσθαι Plat. — быть записанным в число эфебов;ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι Luc. — выйти из юношеского возраста2) «эфеб» ( бросок в игре в кости) Anth. -
14 παρατηρητέον
2. one must take care, ὅπως μὴ .. Arist.APr. 66a25.3. Gramm., one must note, ὅτι .. Harp. s.v. περίπολος, Ath. 1.18f, Sch.Ar. Pax32, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατηρητέον
-
15 περιπολάρχης
περιπολ-άρχης (Hsch.A s.v. κωδωνοφορῶν ) or [suff] περιπόλ-αρχος (IG22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, ([etym.] περίπολος) commander of military patrol, Th.8.92, IG and Hsch.ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπολάρχης
-
16 συμπερίπολος
συμπερί-πολος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπερίπολος
-
17 πέλομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to stir' (in compp.), `to become, to take place, to be' (Il.).Compounds: Also w. prefix (esp. in aor. ptc. περι-, ἐπι-πλόμενος).Derivatives: l. πόλος m. `axis, axis of the world, pole, vault of heaven, round disc of the sun dial etc.' (IA.); denom. ptc. ὁ πολεύων of the presiding planet ( Cod. Astr., PMag. a.o.). 2. - πόλος in synthetic compp. like αἰ-πόλος, δικας-πόλος (s. vv.), ἱππο-πόλος `horse-breeding' (Il.), νυκτι-πόλος `traveling by night' (E. in lyr.); τρί-πολος `ploughed thrice' (Hom., Hes.); from the prefixed verbs ἀμφίπολ-ος (s. v.: ἀμφι-πέλομαι, - πολέω), περίπολ-ος a.o.; cf. below. 3. Deverbatives: a. πολέω, - έομαι, often w. prefix, e.g. ἀμφι-, ἀνα-, περι-, προσ- `to go about, to wander around, to get etc.' (Pi., Att. etc.); also w. nominal 1. member, e.g. πυρ-πολέω `to watch a fire' (Od., X.), `to ravage with fire, to destroy' (IA.); besides, partly as backformations, περί-, πρόσ-πολος, πυρ-πόλος, πύρ-πολος a.o.; trans. `to turn (said of the earth), to root up, to plough' (Hes. Op. 462, Nik. Al. 245). b. πολεύω (χ 223, trans. S. in lyr.) `id.', from ἀμφι-πολεύω (ep. Od., Hdt.), where metr. conditioned for - έω (Chantraine Gramm. hom. 1, 368, cf. also Schwyzer 732); on the denom. ptc. ὁ πολεύων s. on 1. above. c. πωλέομαι, also w. ἐπι-, `to come or go frequently' (Il.) with ἐπιπώλη-σις f. `muster, review of the army' (name of Il. 4, 250ff. by Gramm., Str., Plu.).Etymology: The themat. presens πέλομαι, -ω agrees formally exactly with Lat. colō, - ere (from * quelō: in-quil-īnus, Es- quil-iae) `build upon, inhabit, attend, honour', with Skt. cárati, -te `move around, wander, drive (on the meadow), graze' and with Alb. siell `turn around, turn, bring': IE *kʷélō. An enlargement of it is Toch. B klautk-, A lotk- `turn around, turn, become' (v. Windekens Orbis 11, 195 f.); s. τελευτή. Because of the maintenance of the π- before ε πέλομαι must be Aeolic (Schwyzer 300, Chantraine Gramm. hom. 1, 114); the otherwise to be expected τ- is seen in τέλομαι, τέλλομαι, τελέθω, τέλος (s. vv.). The old connection with cattle-breeding and agriculture is found also in Greek, where the meaning of the verb further soon faded, in compp. as αἰ-πόλος, βου-κόλος (s. vv.), τρί-πολος. With the deverbative πολέω agrees formally Alb. kiell `bring, carry' (*kʷolei̯ō). The formal identity of πωλέομαι and the Skt. causative cāráyati is secondary. The zero grade themat. aor. ἔ-πλ-ετο is isolated. -- To the primary verb was, esp. in Latin and Indo-Iranian, built a series of new nouns. Old are ἀμφίπολος (s. v.) = Lat. anculus and several words for `car, wagon' (s. κύκλος). Note still περίπολος m. `patrolling guardian' (Epich., Att.) = Skt. (Ved.) paricará- m. `servant'; on the accen (Greek innovation?) Schwyzer 379 a. 381. The regular o-derivation πόλος may have an agreement in Lat. colus -ūs or -ī `distaff'; the comparison is however not unproblematic (s. W.-Hofmann s. v.). Also Toch. B kele `navel' could be identical wit it; diff. v. Windekens Orbis 11, 602 (Ural. LW [loanword]). -- Further forms w. lit. in WP. 1, 514ff., Pok. 639f., W.-Hofmann s. colō and collus, Mayrhofer s. cárati; further also Ernout-Meillet s. colō w. very important remarks. -- Here further πάλαι, πάλιν, τῆλε (s. v.). Cf. also ἐμπολή and ἔπιπλα.Page in Frisk: 2,500-501Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέλομαι
См. также в других словарях:
περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ … Dictionary of Greek
περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРЕПОЛ — • Περίπολος, см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 … Реальный словарь классических древностей
περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)